-
1 ἐρωτάω
ἐρωτάω, ion. u. ep. εἰρωτάω u. εἰρωτέω (vgl. ἌΡΩ), fragen, befragen; εἰρώτα, τίς εἴη, Od. 15, 422; τινά, Aesch. Spt. 164; Soph. El. 309 u. öfter; Eur., Ar. u. in Prosa, ἠρώτα ἕνα ἕκαστον –, εἴ τινα ἐλπίδα ἔχει Thuc. 8, 53; ϑεόν, den Gott befragen, Xen. Mem. 1, 3, 2; – τί, nach Etwas fragen, forschen, sich darnach erkundigen, ὃ δ' οὖν ἐρωτᾶτε Aesch. Prom. 226; ἃ νῦν δὴ ἐρωτῶμεν περὶ αὐτῶν Plat. Theaet. 185 c; ἐρωτᾷς ἐρώτημα Rep. VI, 487 e; häufig τινά τι, Einen um Etwas, wonach fragen, ἅ μ' εἰρωτᾷς Od. 4, 347. 17, 138; ὅσ' ἄν σ' ἐρωτῶ Soph. O. R. 1122; Tr. 402; Eur. I. A. 1129; Ar. Nubb. 641; εἴ τις καὶ ταῦτα ἐρωτῴη ἡμᾶς Plat. Rep. II, 378 e; Phil. 18 a. – Pass., πῶς δὴ νῦν τοῦτο ἐρωτώμεϑα ὑφ' ἡμῶν αὐτῶν Plat. Phil. 44 b; τὸν λόγον ἐρωτώμενοι Legg. X, 895 e; ὅσα αὐτὸς ὑπ' ἄλλων ἐρωτῷτο Xen. Cyr. 1, 4, 3. – Andere Vrbdgn sind παρούσας δ' ἀμφὶ τάδ' ἐρωτᾷς Eur. Ion 236, ἃ νῦν δὴ ἠρωτῶμεν περὶ αὐτῶν Plat. Theaet. 185 c. – Bei Luc. u. Sp. = eine Schlußform in Fragen anwenden u. auf solche Weise einen Beweis führen. – Im N. T. oft = bitten, anflehen, τινά.
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek